Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το κοκτέιλ

См. также в других словарях:

  • κοκτέιλ — το 1. ποτό που παρασκευάζεται με ανάμιξη διαφόρων οινοπνευματωδών ποτών και στο οποίο μπορεί να προστεθούν και κομμάτια νωπών καρπών, φρούτων κ.λπ. 2. φρ. «κοκτέιλ πάρτι» ημιεπίσημη κοινωνική συγκέντρωση, εσπερινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας …   Dictionary of Greek

  • κοκτέιλ — το (άκλ., λ. αγγλ.), ποτό που παρασκευάζεται με την ανάμειξη διάφορων άλλων ποτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис …   Википедия

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • μπάρμαν — ο άκλ. 1. υπάλληλος μπαρ ο οποίος ασχολείται κυρίως με την παρασκευή κοκτέιλ 2. σερβιτόρος σε μπαρ 3. ιδιοκτήτης μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. barman] …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

  • βερμούτ — (vermouth). Ποτό που παρασκευάζεται από λευκά κρασιά, με την προσθήκη επιπλέον αλκοόλ και αρωματικών βοτάνων, μπαχαρικών και ριζών. Περιέχει 19% οινόπνευμα. Διακρίνεται σε δύο τύπους: το ιταλικό, που είναι ηδύποτο, και το γαλλικό, που είναι πιο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καρέλλη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1901 – 1998). Φιλολογικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και ακαδημαϊκού Χρυσούλας Αργυριάδου. Σπούδασε ξένες γλώσσες και φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»